Βάρβαρος στα δανικά

Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
barbar, vild, barbarisk, grusom, bister, bidsk, Barbarian, barbariske, barbaren
Βάρβαρος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάρβαρος

βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας δανικά, βάρβαρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βάναυσος στα δανικά - Roughneck, boreassistent, boreassistent af
  • βάπτισμα στα δανικά - dåb, dåben, døbt, dåbens, Daab
  • βάρκα στα δανικά - båd, skib, båden, boat
  • βάρος στα δανικά - vægt, læs, byrde, vægten, vægt-, vaegt
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: barbar, vild, barbarisk, grusom, bister, bidsk, Barbarian, barbariske, barbaren