Βάρβαρος στα ουγγρικά
Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vadember, kegyetlen, mérges, civilizálatlan, barbár, a barbár, barbárok, barbárt, barbárnak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάρβαρος
βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βάρβαρος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βάναυσος στα ουγγρικά - otromba, vulgáris, vagány, bugris, roughneck, huligán
- βάπτισμα στα ουγγρικά - keresztelés, keresztség, a keresztség, keresztségben, keresztséget
- βάρκα στα ουγγρικά - csónak, csésze, hajó, csónakot, hajót, hajóval
- βάρος στα ουγγρικά - súly, tömeg, súlya, tömege, súlyt
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vadember, kegyetlen, mérges, civilizálatlan, barbár, a barbár, barbárok, barbárt, barbárnak
Μεταφράσεις: vadember, kegyetlen, mérges, civilizálatlan, barbár, a barbár, barbárok, barbárt, barbárnak