Βάρβαρος στα λιθουανικά

Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nirtulingas, laukinis, barbariškas, barbaras, nuožmus, žiaurus, Barbarų, Barbarian, barbaro, barbarą
Βάρβαρος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάρβαρος

βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βάρβαρος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βάναυσος στα λιθουανικά - chuliganas, mušeika, naftos verslovės darbininkas, Burda, Chuligan
  • βάπτισμα στα λιθουανικά - krikštas, krikšto, krikštą, krikštu
  • βάρκα στα λιθουανικά - laivelis, valtis, laivas, valčių, kateris, boat
  • βάρος στα λιθουανικά - svoris, svorio, masė, masės, svorį
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nirtulingas, laukinis, barbariškas, barbaras, nuožmus, žiaurus, Barbarų, Barbarian, barbaro, barbarą