Βάρβαρος στα ισλανδικά

Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grimmur, útlendingur, Barbarian, útlendingur fyrir
Βάρβαρος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάρβαρος

βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βάρβαρος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βάναυσος στα ισλανδικά - dónalegur, roughneck
  • βάπτισμα στα ισλανδικά - skírn, skírninni, skírnin, skírnar
  • βάρκα στα ισλανδικά - bátur, bát, báturinn, bátnum, bátinn
  • βάρος στα ισλανδικά - vigt, þyngd, vægi, líkamsþyngd
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grimmur, útlendingur, Barbarian, útlendingur fyrir