Βαθμιαίος στα δανικά
Μετάφραση: βαθμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθμιαίος
βαθμιαίος συνώνυμο, βαθμιαίος λεξικό γλώσσας δανικά, βαθμιαίος στα δανικά
Μεταφράσεις
- βαθμίδα στα δανικά - trin, skridt, led, skridt i, trins
- βαθμιαία στα δανικά - gradvis, efterhånden, gradvist, gradvist at, en gradvis
- βαθμολογώ στα δανικά - højde, niveau, grad, karakter, klasse, graduate, kandidat, ...
- βαθμολόγηση στα δανικά - mærkning, mærkningen, markering
Τυχαίες λέξεις
Βαθμιαίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis
Μεταφράσεις: progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis