Βολή στα δανικά
Μετάφραση: βολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
shot, skud, chance, skudt, mål
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βολή
βολή υπό γωνία, βολή σε κεκλιμένο επίπεδο, βολή s-300, βολή s-300 pmu-1, βολή στη φυσική, βολή λεξικό γλώσσας δανικά, βολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- βοηθός στα δανικά - hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, ...
- βοηθώ στα δανικά - hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, ...
- βολβός στα δανικά - pære, pæren, bulb, lyskilde, pære i
- βολεύω στα δανικά - dragt, klare sig, klare over, at klare sig, at klare over
Τυχαίες λέξεις
Βολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: shot, skud, chance, skudt, mål
Μεταφράσεις: shot, skud, chance, skudt, mål