Γέφυρα στα δανικά

Μετάφραση: γέφυρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bro, Bridge, broen
Γέφυρα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέφυρα

γέφυρα ρίου - αντιρρίου, γέφυρα ρίου, γέφυρα ανόρθωσης, γέφυρα χαρίλαος τρικούπης, γέφυρα κόμμα, γέφυρα λεξικό γλώσσας δανικά, γέφυρα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γέρνω στα δανικά - mager, kurve, sving, støtte, krumning, skråning, hældning, ...
  • γέρος στα δανικά - gammel, gamle, gammelt, old, ældre
  • γήινος στα δανικά - jordisk, jordiske, på jorden, den jordiske, det jordiske
  • γήρανση στα δανικά - aldring, aldrende, aging, ældning, ældre
Τυχαίες λέξεις
Γέφυρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bro, Bridge, broen