Γερανός στα δανικά
Μετάφραση: γερανός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kran, kranen, kraner, crane, kranens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερανός
γερανός μηχάνημα, γερανός στη λάρνακα, γερανός ανύψωσης ασθενών, γερανός λάρνακα, γερανός οριγκάμι, γερανός λεξικό γλώσσας δανικά, γερανός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γεράνι στα δανικά - geranium, pelargonie, af geranium
- γερακάρης στα δανικά - Gerakaris
- γεροδεμένος στα δανικά - bånd, omsnøring, omsnøringsbånd, rem
- γεροντικός στα δανικά - senil, senile, af senil, præsenil
Τυχαίες λέξεις
Γερανός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kran, kranen, kraner, crane, kranens
Μεταφράσεις: kran, kranen, kraner, crane, kranens