Γλύφω στα δανικά
Μετάφραση: γλύφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
glyf, glyph, glyffen, glyffer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύφω
γλύφω μετάφραση στα αγγλικά, γλύφω στα αγγλικά, γλύφω λεξικό γλώσσας δανικά, γλύφω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γλόμπος στα δανικά - pære, kloden, globus, globe, verden, hele verden
- γλύπτης στα δανικά - billedhugger, billedhuggeren, skulptør, skulptøren
- γλώσσα στα δανικά - sprog, eneste, ensom, isoleret, alene, tale, tunge, ...
- γνέθω στα δανικά - centrifugering, tur
Τυχαίες λέξεις
Γλύφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: glyf, glyph, glyffen, glyffer
Μεταφράσεις: glyf, glyph, glyffen, glyffer