Γλύφω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γλύφω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύφω
γλύφω μετάφραση στα αγγλικά, γλύφω στα αγγλικά, γλύφω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γλύφω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γλόμπος στα πορτογαλικά - bolbo, ampola, lâmpada, globo, mundo, globe, planeta, ...
- γλύπτης στα πορτογαλικά - escultor, sculptor, escultora, um escultor, escultor de
- γλώσσα στα πορτογαλικά - língua, só, pista, discurso, sozinho, terminologia, linguagem, ...
- γνέθω στα πορτογαλικά - derramamento, derramar, rotação, giro, fiar, centrifugação, girar
Τυχαίες λέξεις
Γλύφω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo
Μεταφράσεις: glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo