Γλύφω στα ισλανδικά
Μετάφραση: γλύφω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Glyph
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύφω
γλύφω μετάφραση στα αγγλικά, γλύφω στα αγγλικά, γλύφω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γλύφω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γλόμπος στα ισλανδικά - heim, Globe, allan heim, hnötturinn, hnöttur
- γλύπτης στα ισλανδικά - myndhöggvari, myndhöggvarinn, myndhöggvara, myndhöggvarans, myndhöggvarann Sólveigu Baldursdóttur
- γλώσσα στα ισλανδικά - il, mál, tungumál, Language, tungumáli, tungumálið
- γνέθω στα ισλανδικά - snúningur, snúast, snúning, Spin, snúðu
Τυχαίες λέξεις
Γλύφω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Glyph
Μεταφράσεις: Glyph