Γλύφω στα λιθουανικά
Μετάφραση: γλύφω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
glifas, Glyph, glifų, Simbolinį ženklas, Reljefinės Iškirpti išskirtinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύφω
γλύφω μετάφραση στα αγγλικά, γλύφω στα αγγλικά, γλύφω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γλύφω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γλόμπος στα λιθουανικά - svogūnas, statyba, gaublys, Globe, pasaulyje, rutulys
- γλύπτης στα λιθουανικά - skulptorius, skulptoriaus, skulpt, skulptorė
- γλώσσα στα λιθουανικά - kalba, vienišas, žargonas, liežuvis, terminologija, vienintelis, kalbos, ...
- γνέθω στα λιθουανικά - sukinys, nugara, nugaros, gręžimo, spin
Τυχαίες λέξεις
Γλύφω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: glifas, Glyph, glifų, Simbolinį ženklas, Reljefinės Iškirpti išskirtinis
Μεταφράσεις: glifas, Glyph, glifų, Simbolinį ženklas, Reljefinės Iškirpti išskirtinis