Γυμνισμός στα δανικά
Μετάφραση: γυμνισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nudisme, naturisme, Nudist, nudism, nudister
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυμνισμός
γυμνισμός ελλάδα, γυμνισμός αττική, γυμνισμός παραλίες, γυμνισμός στην κρήτη, γυμνισμός βιντεο, γυμνισμός λεξικό γλώσσας δανικά, γυμνισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γυμναστής στα δανικά - gymnast, gymnasten, gymnaster, gymnastik
- γυμναστική στα δανικά - gymnastik, gymnastikken, gymnastics
- γυμνοσάλιαγκας στα δανικά - kugle, slug, skovsnegl, Agersnegl, satslinje, staven
- γυμνός στα δανικά - nøgen, mørk, kold, bar, nøgne, blotte, åben, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυμνισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nudisme, naturisme, Nudist, nudism, nudister
Μεταφράσεις: nudisme, naturisme, Nudist, nudism, nudister