Γυμνισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: γυμνισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nudisme, naaktloperij, naaktlopen, naturisme, het nudisme, nudism, het naturisme
Γυμνισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυμνισμός

γυμνισμός ελλάδα, γυμνισμός αττική, γυμνισμός παραλίες, γυμνισμός στην κρήτη, γυμνισμός βιντεο, γυμνισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γυμνισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γυμναστής στα ολλανδικά - gymnast, turner, turnster, turner van, De turner
  • γυμναστική στα ολλανδικά - gymnastiek, Gymnastics, turnen, de Gymnastiek, gymnastiek van
  • γυμνοσάλιαγκας στα ολλανδικά - kogel, naaktslak, slak, Slug, de Naaktslak
  • γυμνός στα ολλανδικά - onbedekt, puur, naakt, rein, naar, ontbloot, louter, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυμνισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nudisme, naaktloperij, naaktlopen, naturisme, het nudisme, nudism, het naturisme