Δέρμα στα δανικά

Μετάφραση: δέρμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skind, hud, huden, hudens, skin
Δέρμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρμα

δέρμα νάπα, δέρμα βακέτα, δέρμα τελατίνι, δέρμα με το μέτρο, δέρμα σαμουά, δέρμα λεξικό γλώσσας δανικά, δέρμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δένω στα δανικά - knude, slips, forbinde, bånd, knob, binde, knytte, ...
  • δέος στα δανικά - ærefrygt, awe, respektindgydende
  • δέρνω στα δανικά - slå, overvinde, hjerteslag, rytme, piske, flog, pisker, ...
  • δέσιμο στα δανικά - binde, at binde, primære, binder, koblingssalg
Τυχαίες λέξεις
Δέρμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skind, hud, huden, hudens, skin