Δέρμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δέρμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέρμα
δέρμα νάπα, δέρμα βακέτα, δέρμα τελατίνι, δέρμα με το μέτρο, δέρμα σαμουά, δέρμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δέρμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δένω στα πορτογαλικά - ligar, atar, engrossar, ligamento, densamente, nó, gordo, ...
- δέος στα πορτογαλικά - temor, admiração, reverência, awe, incrédulo
- δέρνω στα πορτογαλικά - cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, ...
- δέσιμο στα πορτογαλικά - amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação
Τυχαίες λέξεις
Δέρμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele
Μεταφράσεις: desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele