Δασοκομία στα δανικά

Μετάφραση: δασοκομία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skovbrug, forstvæsen, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets
Δασοκομία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασοκομία

εφαρμοσμένη δασοκομία, δασοκομία πόλεων, δασοκομία λεξικό γλώσσας δανικά, δασοκομία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δασμοί στα δανικά - pligt, pligter, afgifter, opgaver, told, hverv
  • δασμολόγιο στα δανικά - tarif, takst, told-, tariferingsoplysninger, tariffen
  • δασολογία στα δανικά - forstvæsen, skovbrug, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets
  • δασοφύλακας στα δανικά - ranger, Naturvejlederture, naturvejleder, Skovløber, skovfoged
Τυχαίες λέξεις
Δασοκομία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skovbrug, forstvæsen, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets