Διάψευση στα δανικά
Μετάφραση: διάψευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
benægtelse, fornægtelse, denial, nægtelse, afslag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάψευση
διάψευση συνωνυμο, διάψευση δημοσιεύματος, διάψευση λεξικο, διάψευση συνώνυμα, διάψευση από το αγιορείτικο βήμα, διάψευση λεξικό γλώσσας δανικά, διάψευση στα δανικά
Μεταφράσεις
- διάφορος στα δανικά - diverse, forskellige, række, en række, enkelte
- διάχυση στα δανικά - diffusion, udbredelse, spredning, formidling, udbredelsen
- διέγερση στα δανικά - stimulation, stimulering, stimuleringen, stimulere
- διένεξη στα δανικά - strid, konflikt, tvist, tvisten, tvister, tvistens
Τυχαίες λέξεις
Διάψευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: benægtelse, fornægtelse, denial, nægtelse, afslag
Μεταφράσεις: benægtelse, fornægtelse, denial, nægtelse, afslag