Διάψευση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διάψευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontkenning, denial, weigering, ontkennen, ontzegging
Διάψευση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάψευση

διάψευση συνωνυμο, διάψευση δημοσιεύματος, διάψευση λεξικο, διάψευση συνώνυμα, διάψευση από το αγιορείτικο βήμα, διάψευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάψευση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διάφορος στα ολλανδικά - allerlei, divers, menigvuldig, verscheidene, verschillend, verschillende, diverse, ...
  • διάχυση στα ολλανδικά - verspreiding, diffusie, de verspreiding, verspreiding van
  • διέγερση στα ολλανδικά - onrust, prikkel, beroering, opwinding, stimulatie, stimulering, stimuleren, ...
  • διένεξη στα ολλανδικά - redetwist, bespreken, dispuut, disputeren, kwestie, twistgesprek, redetwisten, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάψευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontkenning, denial, weigering, ontkennen, ontzegging