Διαβιβάζω στα δανικά
Μετάφραση: διαβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβιβάζω
διαβιβάζω ορισμός, διαβιβάζω italiano, διαβιβάζω english, διαβιβάζω στα αγγλικά, διαβάζω ετυμολογία, διαβιβάζω λεξικό γλώσσας δανικά, διαβιβάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαβεβαιώνω στα δανικά - love, forsikre, sikre, sikrer, forsikrer
- διαβητικός στα δανικά - diabetisk, diabetiske, diabetiker, diabetes, diabetic
- διαβιβαστής στα δανικά - speditør, speditøren, forwarder, udkørselsmaskine, disponent
- διαβλέπω στα δανικά - opdage, erkende, jeg ser, ser jeg, jeg kan se, min mening
Τυχαίες λέξεις
Διαβιβάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender
Μεταφράσεις: transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender