Διαβιβάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
továbbít, továbbítja, továbbítják, továbbítására, továbbítani
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβιβάζω
διαβιβάζω ορισμός, διαβιβάζω italiano, διαβιβάζω english, διαβιβάζω στα αγγλικά, διαβάζω ετυμολογία, διαβιβάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαβιβάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαβεβαιώνω στα ουγγρικά - biztosíthatom, biztosítani, biztosítása, biztosítják, biztosítsa
- διαβητικός στα ουγγρικά - cukorbeteg, diabéteszes, diabetikus, diabeteses, cukorbetegeknek
- διαβιβαστής στα ουγγρικά - átadó, adóállomás, előmozdító, kihordó, szállítmányozó, továbbító, forwarder
- διαβλέπω στα ουγγρικά - látom, látok, Értem, én látom
Τυχαίες λέξεις
Διαβιβάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: továbbít, továbbítja, továbbítják, továbbítására, továbbítani
Μεταφράσεις: továbbít, továbbítja, továbbítják, továbbítására, továbbítani