Διαβιβάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переведіть, передавати, перевозити, переправляти, надсилати, передаватимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβιβάζω
διαβιβάζω ορισμός, διαβιβάζω italiano, διαβιβάζω english, διαβιβάζω στα αγγλικά, διαβάζω ετυμολογία, διαβιβάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαβιβάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαβεβαιώνω στα ουκρανικά - гарантувати, признатися, визнати, підтримувати, запевнити, признаватися, закріплювати, ...
- διαβητικός στα ουκρανικά - діабетик, діабетичний, діабетичні
- διαβιβαστής στα ουκρανικά - радіопередавач, відправник, передатчик, передавач, експедитор
- διαβλέπω στα ουκρανικά - розпізнавати, відчути, розрізнювати, розглянути, усвідомлювати, розуміти, відчувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαβιβάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переведіть, передавати, перевозити, переправляти, надсилати, передаватимуть
Μεταφράσεις: переведіть, передавати, перевозити, переправляти, надсилати, передаватимуть