Διαβιβάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: διαβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
portare, recare, trasmettere, trasmette, trasmissione, trasmettono, la trasmissione
Διαβιβάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβιβάζω

διαβιβάζω ορισμός, διαβιβάζω italiano, διαβιβάζω english, διαβιβάζω στα αγγλικά, διαβάζω ετυμολογία, διαβιβάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαβιβάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαβεβαιώνω στα ιταλικά - assicurare, garantire, certificare, confermare, avvalorare, asserire, affermare, ...
  • διαβητικός στα ιταλικά - diabetico, diabetica, diabetici, diabete, per diabetici
  • διαβιβαστής στα ιταλικά - mittente, trasmittente, trasmettitore, spedizioniere, forwarder, inoltro, d'inoltro, ...
  • διαβλέπω στα ιταλικά - percepire, avvertire, vedo, che vedo, io vedo, Capisco, non vedo
Τυχαίες λέξεις
Διαβιβάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: portare, recare, trasmettere, trasmette, trasmissione, trasmettono, la trasmissione