Διαβόητος στα δανικά
Μετάφραση: διαβόητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβόητος
διαβόητος περιβόητος, διαβόητος σημασια, διαβόητος βικιλεξικο, διαβόητος λεξικο, διαβόητος ορισμός, διαβόητος λεξικό γλώσσας δανικά, διαβόητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαβολικός στα δανικά - drilske, impish, skælmsk, skælmske, gavtyveagtig
- διαβρώνω στα δανικά - korroderer, korrodere, ruste, ætse, corrode
- διαγράφω στα δανικά - slette, slet, sletter, slettes, at slette
- διαγωγή στα δανικά - adfærd, opførsel, føre, holdning, lede, adfaerd, gennemførelse, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαβόητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse
Μεταφράσεις: berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse