Διαβόητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαβόητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire
Διαβόητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβόητος

διαβόητος περιβόητος, διαβόητος σημασια, διαβόητος βικιλεξικο, διαβόητος λεξικο, διαβόητος ορισμός, διαβόητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαβόητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαβολικός στα ολλανδικά - schalks, ondeugende, schelmse, impish, ondeugend
  • διαβρώνω στα ολλανδικά - corroderen, aantasten, corrosie, roesten, tasten
  • διαγράφω στα ολλανδικά - schaduwbeeld, uitvegen, silhouet, afwissen, wegwissen, wegvegen, afvegen, ...
  • διαγωγή στα ολλανδικά - rondleiden, besturen, gedrag, manieren, voeren, houding, brengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαβόητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire