Δικαστής στα δανικά
Μετάφραση: δικαστής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, dommerens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστής
δικαστής δέρνει την ανήλικη κόρη του, δικαστής αποστολάκης, δικαστής gr, δικαστής σε κόλπο με πλαστή διαθήκη, δικαστής γρεβενών κα μαρία μαργαρίτη, δικαστής λεξικό γλώσσας δανικά, δικαστής στα δανικά
Μεταφράσεις
- δικανικός στα δανικά - retsmedicinsk, retsmedicinske, kriminaltekniske, kriminalteknisk, retskemiske
- δικαστήριο στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, domstol, Domstolen, retten, Court
- δικαστικός στα δανικά - retslige, retslig, retligt, det retlige, judicielle
- δικηγόρος στα δανικά - jurist, sagfører, advokat, advokaten, avocat
Τυχαίες λέξεις
Δικαστής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dommer, dommeren, dømme, dommerens
Μεταφράσεις: dommer, dommeren, dømme, dommerens