Δικαστής στα τσεχικά
Μετάφραση: δικαστής, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úředník, soudce, rozhodčí, soudcem, soud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστής
δικαστής δέρνει την ανήλικη κόρη του, δικαστής αποστολάκης, δικαστής gr, δικαστής σε κόλπο με πλαστή διαθήκη, δικαστής γρεβενών κα μαρία μαργαρίτη, δικαστής λεξικό γλώσσας τσεχικά, δικαστής στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δικανικός στα τσεχικά - soudní, kritický, soudcovský, justiční, forenzní, Forensic, forenzních, ...
- δικαστήριο στα τσεχικά - kurt, dvůr, dvořanstvo, soudní, nádvoří, soud, dvorec, ...
- δικαστικός στα τσεχικά - soudcovský, soudnictví, soudní, kritický, justiční, soudním, soudního, ...
- δικηγόρος στα τσεχικά - advokát, právník, advokátem, právníka, právníkem
Τυχαίες λέξεις
Δικαστής στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: úředník, soudce, rozhodčí, soudcem, soud
Μεταφράσεις: úředník, soudce, rozhodčí, soudcem, soud