Δικαστής στα ολλανδικά

Μετάφραση: δικαστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen
Δικαστής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαστής

δικαστής δέρνει την ανήλικη κόρη του, δικαστής αποστολάκης, δικαστής gr, δικαστής σε κόλπο με πλαστή διαθήκη, δικαστής γρεβενών κα μαρία μαργαρίτη, δικαστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δικαστής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικανικός στα ολλανδικά - gerechtelijk, forensische, forensisch, gerechtelijke, de forensische
  • δικαστήριο στα ολλανδικά - huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, ...
  • δικαστικός στα ολλανδικά - gerechtelijk, rechterlijk, gerechtelijke, justitiële, rechterlijke
  • δικηγόρος στα ολλανδικά - pleitbezorger, advocaat, raadsman, verdediger, jurist, de advocaat, advocaat van
Τυχαίες λέξεις
Δικαστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen