Εκλειπτική στα δανικά

Μετάφραση: εκλειπτική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse
Εκλειπτική στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλειπτική

ελλειπτική τροχιά, εκλειπτική λεξικό γλώσσας δανικά, εκλειπτική στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκλέγω στα δανικά - vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte
  • εκλέξιμος στα δανικά - støtteberettigede, støtteberettiget, berettiget, berettigede, ydes
  • εκλεκτικός στα δανικά - selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
  • εκλεκτός στα δανικά - valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt
Τυχαίες λέξεις
Εκλειπτική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse