Εκλειπτική στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκλειπτική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ecliptica, eclipticale, ecliptisch, ecliptische, de ecliptica
Εκλειπτική στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλειπτική

ελλειπτική τροχιά, εκλειπτική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκλειπτική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκλέγω στα ολλανδικά - uitkiezen, kiezen, uitlezen, uitzoeken, uitpikken, verkiezen, uitverkoren, ...
  • εκλέξιμος στα ολλανδικά - geschikt, aanmerking, aanmerking komende, in aanmerking komende, in aanmerking
  • εκλεκτικός στα ολλανδικά - selectief, selectieve
  • εκλεκτός στα ολλανδικά - keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλειπτική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ecliptica, eclipticale, ecliptisch, ecliptische, de ecliptica