Εκλειπτική στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκλειπτική, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eclíptica, ecliptic, eclíptico, elíptica, da eclíptica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλειπτική
ελλειπτική τροχιά, εκλειπτική λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκλειπτική στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκλέγω στα πορτογαλικά - eleger, optar, eleja, nomear, escolher, idoso, designar, ...
- εκλέξιμος στα πορτογαλικά - elegível, elegíveis, beneficiar, direito
- εκλεκτικός στα πορτογαλικά - seletivo, selectiva, seletiva, selectivo, selectivos
- εκλεκτός στα πορτογαλικά - escolha, alternativa, escolhido, escolhida, escolhidos, escolheu, escolhidas
Τυχαίες λέξεις
Εκλειπτική στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eclíptica, ecliptic, eclíptico, elíptica, da eclíptica
Μεταφράσεις: eclíptica, ecliptic, eclíptico, elíptica, da eclíptica