Εκλειπτική στα ουκρανικά
Μετάφραση: εκλειπτική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
екліптика
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλειπτική
ελλειπτική τροχιά, εκλειπτική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκλειπτική στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εκλέγω στα ουκρανικά - обрати, оберіть, вибрати, добірний, обирати, обрані, Вибрані, ...
- εκλέξιμος στα ουκρανικά - підходящий, придатний, бажаний, підхожий, право, права
- εκλεκτικός στα ουκρανικά - еклектичний, еклектик, селективний, селективним
- εκλεκτός στα ουκρανικά - альтернатива, вибір, вибраний, обраний, Вибрана, вибране, Узятий
Τυχαίες λέξεις
Εκλειπτική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: екліптика
Μεταφράσεις: екліптика