Εκλειπτική στα ιταλικά

Μετάφραση: εκλειπτική, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eclittico, eclittica, dell'eclittica, all'eclittica, sull'eclittica
Εκλειπτική στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλειπτική

ελλειπτική τροχιά, εκλειπτική λεξικό γλώσσας ιταλικά, εκλειπτική στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εκλέγω στα ιταλικά - scegliere, eleggere, eletto, eletti, eletta, designato
  • εκλέξιμος στα ιταλικά - adatto, eleggibile, idoneo, ammissibili, ricevuto voti, ammissibile
  • εκλεκτικός στα ιταλικά - selettivo, selettiva, selettivi, selettive, selective
  • εκλεκτός στα ιταλικά - scelta, elezione, alternativa, assortimento, selezione, scelto, scelti, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλειπτική στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: eclittico, eclittica, dell'eclittica, all'eclittica, sull'eclittica