Εκλεπτυσμένος στα δανικά

Μετάφραση: εκλεπτυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elegant, sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret
Εκλεπτυσμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλεπτυσμένος

εκλεπτυσμένος συνωνυμα, εκλεπτυσμένος σημασια, εκλεπτυσμένος λεξικο, εκλεπτυσμένος βικιπαιδεια, εκλεπτυσμένος αγγλικα, εκλεπτυσμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εκλεπτυσμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκλεκτικός στα δανικά - selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
  • εκλεκτός στα δανικά - valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt
  • εκλιπαρώ στα δανικά - tørster, beder, beder om, higer, higer efter
  • εκλογές στα δανικά - valg, valget, valgene, valg til
Τυχαίες λέξεις
Εκλεπτυσμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elegant, sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret