Εκλεπτυσμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκλεπτυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esbelto, elegante, fino, sofisticado, sofisticada, sofisticados, sofisticadas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεπτυσμένος
εκλεπτυσμένος συνωνυμα, εκλεπτυσμένος σημασια, εκλεπτυσμένος λεξικο, εκλεπτυσμένος βικιπαιδεια, εκλεπτυσμένος αγγλικα, εκλεπτυσμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκλεπτυσμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκλεκτικός στα πορτογαλικά - seletivo, selectiva, seletiva, selectivo, selectivos
- εκλεκτός στα πορτογαλικά - escolha, alternativa, escolhido, escolhida, escolhidos, escolheu, escolhidas
- εκλιπαρώ στα πορτογαλικά - almejar, implorar, anseiam, almeja, desejar
- εκλογές στα πορτογαλικά - eleito, eleição, eleições, as eleições, eleições de, das eleições
Τυχαίες λέξεις
Εκλεπτυσμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esbelto, elegante, fino, sofisticado, sofisticada, sofisticados, sofisticadas
Μεταφράσεις: esbelto, elegante, fino, sofisticado, sofisticada, sofisticados, sofisticadas