Επίδομα στα δανικά
Μετάφραση: επίδομα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordel, godtgørelse, kvoter, med kvoter, ydelse, kvoter for
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδομα
επίδομα θέρμανσης, επίδομα τέκνων, επίδομα 2014, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα ανεργίας, επίδομα λεξικό γλώσσας δανικά, επίδομα στα δανικά
Μεταφράσεις
- επίδειξη στα δανικά - demonstration, demonstrationen, påvisning, demonstration inden
- επίδεσμος στα δανικά - bandage, forbinding, bandagen, forbindingen
- επίδραση στα δανικά - effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
- επίθεση στα δανικά - angreb, angribe, angriber, samme angreb, angrebet, Attack
Τυχαίες λέξεις
Επίδομα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fordel, godtgørelse, kvoter, med kvoter, ydelse, kvoter for
Μεταφράσεις: fordel, godtgørelse, kvoter, med kvoter, ydelse, kvoter for