Επίδομα στα λιθουανικά
Μετάφραση: επίδομα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pašalpa, išmoka, leidimų, pašalpą, pašalpos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδομα
επίδομα θέρμανσης, επίδομα τέκνων, επίδομα 2014, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα ανεργίας, επίδομα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επίδομα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επίδειξη στα λιθουανικά - demonstravimas, demonstracija, demonstravimo, įrodymas, demonstravimą
- επίδεσμος στα λιθουανικά - aprišti, tvarstis, raištis, bintas, aptvarstyti, aprišalas
- επίδραση στα λιθουανικά - poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
- επίθεση στα λιθουανικά - užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίδομα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pašalpa, išmoka, leidimų, pašalpą, pašalpos
Μεταφράσεις: pašalpa, išmoka, leidimų, pašalpą, pašalpos