Επίδομα στα ισλανδικά

Μετάφραση: επίδομα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gefa, veiting, veita, styrkur, gæði, Vasapeningar, vasapeninga, greiðslur, Niðurfærslan, umönnunarstyrkjum
Επίδομα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίδομα

επίδομα θέρμανσης, επίδομα τέκνων, επίδομα 2014, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα ανεργίας, επίδομα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίδομα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίδειξη στα ισλανδικά - sýning, kynningu, sönnun, sýnidæmi, sýnikennslu
  • επίδεσμος στα ισλανδικά - sáraumbúðir, sárabindi, bindinu, bindið, sáraumbúðirnar
  • επίδραση στα ισλανδικά - áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
  • επίθεση στα ισλανδικά - áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
Τυχαίες λέξεις
Επίδομα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gefa, veiting, veita, styrkur, gæði, Vasapeningar, vasapeninga, greiðslur, Niðurfærslan, umönnunarstyrkjum