Επίδομα στα σουηδικά
Μετάφραση: επίδομα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förmån, gagn, ersättning, bidrag, tillägg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδομα
επίδομα θέρμανσης, επίδομα τέκνων, επίδομα 2014, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα ανεργίας, επίδομα λεξικό γλώσσας σουηδικά, επίδομα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επίδειξη στα σουηδικά - demonstration, demonstrationen, demonstrations, bevis
- επίδεσμος στα σουηδικά - linda, bindel, förbinda, binda, bandage, bandaget, förband, ...
- επίδραση στα σουηδικά - inflytande, effekt, verkan, effekten, inverkan
- επίθεση στα σουηδικά - anfall, angripa, anfalla, angrepp, överfalla, attack, attacken, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίδομα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förmån, gagn, ersättning, bidrag, tillägg
Μεταφράσεις: förmån, gagn, ersättning, bidrag, tillägg