Επιδοκιμάζω στα δανικά

Μετάφραση: επιδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bifald, godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes
Επιδοκιμάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοκιμάζω

επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω συνώνυμα, επιδοκιμάζω λεξικό γλώσσας δανικά, επιδοκιμάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιδικάζω στα δανικά - adjudge, bedømme
  • επιδιώκω στα δανικά - forfølge, woo, bejle
  • επιδοκιμασία στα δανικά - bifald, klapsalver, bifaldet, applaus
  • επιδοτώ στα δανικά - subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bifald, godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes