Επιδοκιμάζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επιδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зацвердзіць, зацьвердзіць, будзе зацвердзіць, сьцьвердзіць
Επιδοκιμάζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοκιμάζω

επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω συνώνυμα, επιδοκιμάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιδοκιμάζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επιδικάζω στα λευκορωσικά - прызнаць
  • επιδιώκω στα λευκορωσικά - даглядаць, заляцацца
  • επιδοκιμασία στα λευκορωσικά - апладысменты, воплескі, аплядысмэнты
  • επιδοτώ στα λευκορωσικά - субсідаваць, субсідзіраваць, субсыдаваць
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: зацвердзіць, зацьвердзіць, будзе зацвердзіць, сьцьвердзіць