Επιδοκιμάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samþykkja, að samþykkja, samþykkt, samþykki, samþykkir
Επιδοκιμάζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοκιμάζω

επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω συνώνυμα, επιδοκιμάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιδοκιμάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιδικάζω στα ισλανδικά - dæma, at dæma, dæmi mér, dæmi mér allan
  • επιδιώκω στα ισλανδικά - elta, Woo, biðja, Fle
  • επιδοκιμασία στα ισλανδικά - lófaklapp, er lófaklapp
  • επιδοτώ στα ισλανδικά - niðurgreiða, að niðurgreiða, greiða niður, niðurgreiði, þess að niðurgreiða
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samþykkja, að samþykkja, samþykkt, samþykki, samþykkir