Επωφελούμαι στα δανικά
Μετάφραση: επωφελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordel, jeg, I
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επωφελούμαι
επωφελούμαι αντιθετο, επωφελούμαι συνώνυμα, επωφελούμαι κλιση, επικαλούμαι κλιση, επωφελούμαι τινόσ, επωφελούμαι λεξικό γλώσσας δανικά, επωφελούμαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- επωνυμία στα δανικά - navn, navnet, Udfyld ikke datoer, datoer, hotelnavn
- επωφελής στα δανικά - fordelagtig, fordelagtige, fordelagtigt, fordel, en fordel
- επόμενος στα δανικά - derefter, derpå, næste, siden, ved siden, ud, Desuden
- επόπτης στα δανικά - vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
Τυχαίες λέξεις
Επωφελούμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fordel, jeg, I
Μεταφράσεις: fordel, jeg, I