Επωφελούμαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: επωφελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gæði, ég tek, ég að taka, ég taka, ég tekið, tek ég
Επωφελούμαι στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επωφελούμαι

επωφελούμαι αντιθετο, επωφελούμαι συνώνυμα, επωφελούμαι κλιση, επικαλούμαι κλιση, επωφελούμαι τινόσ, επωφελούμαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επωφελούμαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επωνυμία στα ισλανδικά - nafn, heiti, nafnið, nafni
  • επωφελής στα ισλανδικά - hagstæður, hagstæðar, hagkvæmt, kostur, gagnlegt
  • επόμενος στα ισλανδικά - næst, næstur, næsta, hliðina, næstu, við hliðina, á næsta
  • επόπτης στα ισλανδικά - umsjónarmaður, Leiðbeinandi, leiðbeinanda, Umsjónarkennari, umsjónarkennara
Τυχαίες λέξεις
Επωφελούμαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gæði, ég tek, ég að taka, ég taka, ég tekið, tek ég