Ευέξαπτος στα δανικά

Μετάφραση: ευέξαπτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
temperamentsfuld, sanatorier, temperamentsfulde, temperamentsfuldt
Ευέξαπτος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευέξαπτος

ευέξαπτος συνώνυμα, ευέξαπτος λεξικό γλώσσας δανικά, ευέξαπτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευάλωτος στα δανικά - sårbar, sårbare, sårbare over, udsatte, sårbart
  • ευάρεστος στα δανικά - behagelig, behagelige, behageligt, indforstået, sympatisk
  • ευαίσθητος στα δανικά - øm, følsom, følsomme, følsomt, følsomme over, følsom over
  • ευαγγέλιο στα δανικά - evangeliet, gospel, evangelium, evangeliets, evangeliums
Τυχαίες λέξεις
Ευέξαπτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: temperamentsfuld, sanatorier, temperamentsfulde, temperamentsfuldt