Ευέξαπτος στα τούρκικα
Μετάφραση: ευέξαπτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huysuz, maymun iştahlı, temperamental, mizaç, iştahlı, kaprisli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευέξαπτος
ευέξαπτος συνώνυμα, ευέξαπτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ευέξαπτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ευάλωτος στα τούρκικα - savunmasız, hassas, zayıf, açık, korunmasız
- ευάρεστος στα τούρκικα - hoş, hoş bir, uygun, tatlı, makbul
- ευαίσθητος στα τούρκικα - hassas, alıngan, duyar, duygun, duygulu, duyarlı, duyarlıdır, ...
- ευαγγέλιο στα τούρκικα - İncil, gospel, müjde, İncili, müjdesi
Τυχαίες λέξεις
Ευέξαπτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: huysuz, maymun iştahlı, temperamental, mizaç, iştahlı, kaprisli
Μεταφράσεις: huysuz, maymun iştahlı, temperamental, mizaç, iştahlı, kaprisli