Ευκαιρία στα δανικά

Μετάφραση: ευκαιρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfælde, tilfældig, held, chance, lejlighed, mulighed, mulighed for, muligheden, muligheden for
Ευκαιρία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκαιρία

ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία αποφθέγματα, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ακίνητα, ευκαιρία απασχόλησης για 2.200 άνεργους πτυχιούχους, ευκαιρία λεξικό γλώσσας δανικά, ευκαιρία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευθύς στα δανικά - direkte, ret, lige, straight, og lige
  • ευκάλυπτος στα δανικά - eukalyptus, eucalyptus, eukalyptustræ, af eukalyptustræ, af eukalyptus
  • ευκαμψία στα δανικά - fleksibilitet, fleksibiliteten, fleksibel, smidighed
  • ευκατάστατος στα δανικά - rig, velhavende, godt fra, godt ud, velstillede, godt slået fra
Τυχαίες λέξεις
Ευκαιρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilfælde, tilfældig, held, chance, lejlighed, mulighed, mulighed for, muligheden, muligheden for