Ευκαιρία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευκαιρία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ocasião
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκαιρία
ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία αποφθέγματα, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ακίνητα, ευκαιρία απασχόλησης για 2.200 άνεργους πτυχιούχους, ευκαιρία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευκαιρία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευθύς στα πορτογαλικά - directamente, direito, armazenagem, em linha reta, reta, direto, linha reta, ...
- ευκάλυπτος στα πορτογαλικά - eucalipto, de eucalipto, eucaliptos, do eucalipto, o eucalipto
- ευκαμψία στα πορτογαλικά - flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de
- ευκατάστατος στα πορτογαλικά - rico, riqueza, haver, bem fora, abastados, bem de vida, bem de, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευκαιρία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ocasião
Μεταφράσεις: ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ocasião