Ευπρέπεια στα δανικά

Μετάφραση: ευπρέπεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
anstændighed, moral, anstændigvis, anstændigheden
Ευπρέπεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπρέπεια

ευπρέπεια συνώνυμα, ευπρέπεια λεξικό γλώσσας δανικά, ευπρέπεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευπαθής στα δανικά - skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt
  • ευπαρουσίαστος στα δανικά - nacn, personable, tiltalende
  • ευπρεπέστατα στα δανικά - egentlig, efprepestata
  • ευπρεπής στα δανικά - rigtig, sømmelig, sømmer, seemly, sømmeligt, pænt ad
Τυχαίες λέξεις
Ευπρέπεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: anstændighed, moral, anstændigvis, anstændigheden