Ευπρέπεια στα σουηδικά
Μετάφραση: ευπρέπεια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anständighet, anständigheten, anständighets, anständighetens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπρέπεια
ευπρέπεια συνώνυμα, ευπρέπεια λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευπρέπεια στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ευπαθής στα σουηδικά - mottaglig, bräcklig, skör, bräck, svaga, bräckliga
- ευπαρουσίαστος στα σουηδικά - personliga, personlig, personable
- ευπρεπέστατα στα σουηδικά - efprepestata
- ευπρεπής στα σουηδικά - ärbar, ordentlig, egen, seemly, passande, anständig
Τυχαίες λέξεις
Ευπρέπεια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: anständighet, anständigheten, anständighets, anständighetens
Μεταφράσεις: anständighet, anständigheten, anständighets, anständighetens